- τρακέρνω
- βλ. τρακάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρακάρω — και τρακέρνω και μέσ. τρακαρίζομαι Ν 1. προκαλώ τη σύγκρουση δύο ή περισσότερων αντικειμένων 2. (για οχήματα) συγκρούομαι 3. μτφ. (για πρόσ.) συναντώ ξαφνικά και αναπάντεχα 4. μέσ. τρακαρίζομαι τσακώνομαι καβγαδίζω, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
τρακάρω — και τρακέρνω (λ. ιταλ.),τράκαρα και τρακάρισα, τρακαρίστηκα, τρακαρισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να συγκρουστεί με άλλο: Τρακάρω το αυτοκινητάκι του παιδιού στον τοίχο. 2. μτφ., συναντώ κάποιον ξαφνικά: Τράκαρε στο σινεμά παλιό φίλο. 3. αμτβ. (για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)